συγκριτικός

συγκριτικός
-ή, -ό / συγκριτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σύγκριτος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά
ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων
νεοελλ.
φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» — μέθοδος που χρησιμοποιείται σε πολλούς τομείς τής επιστήμης και η οποία βασίζεται στη σύγκριση («ιστορική συγκριτική μέθοδος»)
β) «συγκριτική ανατομική»
ανατ. κλάδος τής ανατομικής που μελετά τη δομή τών διαφόρων ζωικών οργανισμών, επιδιώκοντας να διαπιστώσει τα στοιχεία που ενώνουν ή διαφοροποιούν μεταξύ τους τα ζωικά είδη και να ανακαλύψει ποια από αυτά τα στοιχεία είναι θεμελιώδη ή δευτερεύοντα
γ) «συγκριτική γλωσσολογία»
γλωσσ. η επανασύνθεση μιας παλαιότερης γλώσσας ή ενός αρχαιότερου σταδίου μιας γλώσσας με βάση τη σύγκριση συγγενών λέξεων και εκφράσεων σε διαφορετικές γλώσσες ή σε διαλέκτους που προέρχονται από αυτές
δ) «συγκριτικό δίκαιο»
(νομ.) κλάδος τής νομικής επιστήμης ο οποίος έχει ως αντικείμενο την επισκόπηση τών δικαίων που ισχύουν στις διάφορες πολιτείες και ιδίως την εξέταση τών παράλληλων θεσμών που υπάρχουν στις διάφορες χώρες
ε) «συγκριτική λογοτεχνία» — κλάδος τής ιστορίας τής λογοτεχνίας που μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στις λογοτεχνίες διαφόρων χωρών
στ) «συγκριτική ψυχολογία»
(ψυχολ.) τομέας τής ψυχολογίας που μελετά τις ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τών διαφόρων βιολογικών ειδών, συμπεριλαμβανομένου και τού ανθρώπου, σε ότι αφορά τη νόηση και τη συμπεριφορά
ζ) «συγκριτικός βαθμός»
γραμμ. ένα από τα παραθετικά τού επιθέτου, βαθμός που δηλώνει τις διαβαθμίσεις τις οποίες είναι δυνατόν να παρουσιάζει η ποσότητα ή η ποιότητα ενός επιθέτου ή επιρρήματος
η) «θεωρία τού συγκριτικού πλεονεκτήματος»
(οικον.) θεωρία που ανέπτυξε ο Ντέιβιντ Ρικάρντο και σύμφωνα με την οποία κάθε χώρα πρέπει να εξειδικευθεί στην παραγωγή τού αγαθού στο οποίο συγκριτικά με άλλη πλεονεκτεί
αρχ.
1. αυτός που ενώνει, που συνδέει, ενωτικός, συνδετικός
2. μετασυγκριτικός
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ συγκριτική
(ενν. τέχνη) η τέχνη τής σύνθεσης
4. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Συγκριτικά
τίτλος έργου τού Θεσσαλού.
επίρρ...
συγκριτικώς / συγκριτικῶς ΝΜΑ, και συγκριτικά Ν
με σύγκριση, με αντιπαραβολή ή σε σύγκριση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκριτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη σύγκριση: Από τους συγκριτικούς πίνακες στατιστικής φαίνεται η άνοδος του βιοτικού επιπέδου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκριτικά — συγκριτικός of neut nom/voc/acc pl συγκριτικά̱ , συγκριτικός of fem nom/voc/acc dual συγκριτικά̱ , συγκριτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικώτερον — συγκριτικός of adverbial comp συγκριτικός of masc acc comp sg συγκριτικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικῶν — συγκριτικός of fem gen pl συγκριτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικόν — συγκριτικός of masc acc sg συγκριτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικαῖς — συγκριτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικαί — συγκριτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικοῖς — συγκριτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκριτικοί — συγκριτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”